- καταιγισμός
- Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν ηλεκτρόνια από αυτά (ιονισμός), τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο φαινόμενο, αν έχουν αποκτήσει την απαραίτητη υψηλή ενέργεια. Με αυτό τον τρόπο παρατηρείται πολλαπλασιασμός των ελεύθερων ηλεκτρονίων και ταυτόχρονα σχηματισμός ιονισμένων ατόμων. Η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη σε περίπτωση που εφαρμόζεται εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο. Το πεδίο αυτό εξασκεί δυνάμεις αντίθετων κατευθύνσεων στα αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια και στα θετικά φορτισμένα ιόντα. Οι δυνάμεις αυτές τείνουν να διαχωρίσουν τα ιόντα από τα ηλεκτρόνια και να εμποδίσουν έτσι την επανασύνδεσή τους. Παραδείγματα κ. είναι η ανάπτυξη της ιονιστικής διαδικασίας σε έναν απαριθμητή Γκάιγκερ καθώς και ο κ. που οφείλεται στις συγκρούσεις των κοσμικών ακτίνων με μόρια της ατμόσφαιρας, η λεγόμενη δευτερογενής κοσμική ακτινοβολία. Ο κ. ονομάζεται επίσης χιονοστιβάδα Τάουνσεντ, από τον Ιρλανδό φυσικό Τζον Τάουνσεντ, ο οποίος μελέτησε το φαινόμενο.
* * *ο (Α καταιγισμός) [καταιγίζω]νεοελλ.1. ορμητική επίθεση2. φρ. «καταιγισμός πυρός» — αιφνιδιαστική συγκέντρωση δραστικής βολής πολλών πυροβόλων όπλων εναντίον ορισμένου στόχουαρχ.ως επίθ. χαρακτηρισμός που έδωσε ο Επίκουρος στις επιθυμίες και τις ηδονές τής σάρκας.
Dictionary of Greek. 2013.